- έφεδρος
- -η, -ο (Α ἔφεδρος, -ον)αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο εφεδρικόςνεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο έφεδροςστρατεύσιμος πολίτης που έχει εκπληρώσει την καθορισμένη θητεία του στον στρατό και ανήκει σε μια από τις εφεδρικές κλάσεις2. φρ. «έφεδρος αξιωματικός» — στρατιωτικός ο οποίος μετά το τέλος τής γενικής του εκπαίδευσης εκπαιδεύθηκε σε ειδική σχολή εφέδρων αξιωματικών και αποφοίτησε από αυτήν ως έφεδρος ανθυπολοχαγός, μπορεί δε να προαχθεί ώς τον βαθμό τού λοχαγούαρχ.1. αυτός που κάθεται επάνω σε κάτι (για την Κυβέλη «ἔφεδρε λεόντων», Σοφ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφεδρονα) κάθισμα, θρανίοβ) το φυτό ίππουρις3. αυτός που κάθεται κοντά σε κάτι (α. «ἔφεδρος τῶν πηδαλίων» — ο τιμονιέρης, Πλατ.β. «καὶ μοι Αἴας ξύνεστιν ἔφεδρος» — βρίσκεται κοντά μου ο Αίας, Σοφ.)4. (στην πυγμαχία ή στην πάλη) αθλητής που περιμένει τη λήξη τού προκριματικού αγώνα για να αντιμετωπίσει τον νικητή («νικῶν δ' ἔφεδρος παῑδ' ἔχεις τὸν Πηλέως», Ευρ.)5. κατάλληλος, διαθέσιμος για να διαδεχθεί, να αντικαταστήσει άλλον, διάδοχος («οὗ ἔφεδρος ἐγώ... ἐκλήμην», Λουκιαν.)6. αυτός που παραμονεύει για να επωφεληθεί από κάτι («ἵνα τοὺς μὲν ἐφέδρους νομίζοντες εἶναι τῶν καιρῶν ἀεὶ φυλάττωνται», Πολ.)7. αυτός που επιβουλεύεται κάτι («ἔφεδρος βίου» — επιβουλευόμενος τη ζωή του, περιμένοντας την ώρα τού θανάτου, Μέν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εφέδρα (< εφέζομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.